- ζωπυρίς
- ζωπυρίς, ἡ (Α)αυτή που ζωοποιεί, που αναζωογονεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι)* + -πυρίς (< πυρίζω < πυρ), πρβλ. απο-πυρίς < απο-πυρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωπυρίδι — ζωπυρίς kindling up fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek